ΑΠΟ ΤΟ 1949 ΕΝΩΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΝΩΣΗ
Ο Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Στυλίδας ιδρύθηκε το έτος 1949 με την επωνυμία «Ένωση Ελαιουργικών Συνεταιρισμών Μαλιακού-Ευβοϊκού-Παγασητικού». Η πρώτη γενική συνέλευση πραγματοποιείται τον Φεβρουάριο του 1950. Σ’ αυτή την συνέλευση καθορίζεται ο σκοπός της Ένωσης, τα διοικητικά της όρια, θέματα λειτουργίας και βέβαια γίνεται η εγγραφή των πρώτων εννέα πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών. Τελική μορφή θα λάβει τον Ιούλιο του 1956, με την αλλαγή της επωνυμίας σε “Ένωση Ελαιουργικών Συνεταιρισμών Στυλίδας”. Με αυτή την επωνυμία η Ένωση δραστηριοποιείται δυναμικά τόσο στον τομέα του εμπορίου όσο και στον τομέα των συνεταιρισμών. Τέλος, το 2014, η Ένωση προσαρμοζόμενη στις απαιτήσεις του Νόμου 4015/11, αλλάζει επωνυμία σε Αγροτικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Στυλίδας ο οποίος απαρτίζεται από 1.600 μέλη.
Η εμπορική δραστηριότητα του συνεταιρισμού έχει ήδη αρχίσει από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, στο πρώτο του εργοστάσιο στην περιοχή “Καλόγηρος” της Στυλίδας. Σημαντική είναι η συμβολή των μελών του στην αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν, έτσι ώστε να επιτευχθεί η απρόσκοπτη λειτουργία του. Στο πέρασμα των ετών ο Συνεταιρισμός εδραιώνεται, συμμετέχει ενεργά στην οικονομική ζωή της περιοχής, συμμετέχει σε άλλες οργανώσεις όπως η Ελαιουργική και η ΠΑΣΕΓΕΣ, παρεμβαίνει δυναμικά στην διαμόρφωση των τιμών αγοράς της ελιάς και προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια για την προάσπιση των συμφερόντων των μελών του. Με το πέρασμα των ετών και την επέκταση του στις αγορές του εξωτερικού (Ιταλία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία, Ρουμανία, Η.Π.Α κ.λπ.) δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής ενός νέου και σύγχρονου εργοστασίου. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχίζουν οι εργασίες κατασκευής του νέου εργοστασίου στην Βιομηχανική περιοχή της Λαμίας. Με την ολοκλήρωση των εργασιών, οι παραγωγοί – μέλη του συνεταιρισμού αποκτούν ένα σύγχρονο εργοστάσιο στο οποίο ο Συνεταιρισμός λειτουργεί έως και σήμερα, παρέχοντας στα μέλη του την δυνατότητα να προωθήσουν ακόμη πιο ανταγωνιστικά τα ποιοτικά προϊόντα τους.